- μεταλλάξῃς
- μεταλλά̱ξῃς , μεταλήγωleave offaor subj act 2nd sg (doric)μεταλλάσσωchangeaor subj act 2nd sgμεταλλάσσωchangeaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γονιδιομεταβολή — η τύπος μετάλλαξης που προκύπτει από τη μεταβολή τής μοριακής δομής και τής φυσικής ή χημικής φύσεως τών γονιδίων … Dictionary of Greek
περικεντρικός — ή, ό, Ν [περίκεντρο] φρ. «περικεντρική αναστροφή» βιολ. τύπος χρωματοσωματικής μετάλλαξης κατά την οποία ένα τμήμα τού χρωματοσωμικού υλικού έχει αναστραφεί, δηλαδή έχει στραφεί κατά 180° και έχει ενωθεί ξανά με το χρωματόσωμα συμπεριλαμβάνοντας… … Dictionary of Greek
υστερία — (Ιατρ.). Παθολογικό σύνδρομο που στην ψυχιατρική σημαίνει ένα ψυχοσυγκινησιακό σύμπλεγμα, χαρακτηριζόμενο από υπερβολικές σωματικές και ψυχικές αντιδράσεις που τείνουν να επαναλαμβάνονται και να σταθεροποιηθούν. Τα συμπτώματα της υ. μπορεί να… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Λιούις, Έντουαρντ — (Edward Lewis, Πενσιλβάνια, ΗΠΑ 1918 –). Αμερικανός γενετιστής, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε βιοστατιστική, γενετική και μετεωρολογία στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα και στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια. Υπηρέτησε στην… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek